- τετρασύλλαβος
- -η, -οαυτός που αποτελείται από τέσσερις συλλαβές: Η «παρέλαση» είναι τετρασύλλαβη λέξη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τετρασύλλαβος — of four syllables masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρασύλλαβος — η, ο / τετρασύλλαβος, ον, ΝΜΑ αυτός που αποτελείται από τέσσερεις συλλαβές («τετρασύλλαβη λέξη»). επίρρ... τετρασυλλάβως Α με τέσσερεις συλλαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + σύλλαβος (< συλλαβή), πρβλ. δι σύλλαβος] … Dictionary of Greek
τετρασυλλάβως — τετρασύλλαβος of four syllables adverbial τετρασύλλαβος of four syllables masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρασύλλαβον — τετρασύλλαβος of four syllables masc/fem acc sg τετρασύλλαβος of four syllables neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρασυλλάβοις — τετρασύλλαβος of four syllables masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρασυλλάβου — τετρασύλλαβος of four syllables masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρασυλλάβους — τετρασύλλαβος of four syllables masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρασυλλάβων — τετρασύλλαβος of four syllables masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρασυλλάβῳ — τετρασύλλαβος of four syllables masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρασύλλαβα — τετρασύλλαβος of four syllables neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)